δίλεπτο

δίλεπτο
το
νόμισμα αξίας δύο λεπτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίλεπτος — και δίλεφτος, η, ο 1. αυτός που έχει αξία δύο λεπτών 2. το ουδ. ως ουσ. το δίλεπτο και δίλεφτο παλιό χάλκινο νόμισμα αξίας δύο λεπτών, δυάρα 3. φρ. «δεν δίνω δίλεπτο» αδιαφορώ τελείως …   Dictionary of Greek

  • δυάρα — η 1. παλιότερο χάλκινο δίλεπτο νόμισμα. 2. στον πληθ., δυάρες η περίπτωση στο τάβλι που τα δύο ζάρια φέρνουν τον αριθμό δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”